- αποξείδωση
- [-ις (-εως)] η хим. раскисление, восстановление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξείδωση — η 1. αφαίρεση του οξυγόνου από χημική ουσία 2. κατάσταση του σώματος που αποξειδώθηκε … Dictionary of Greek
αποξείδωση — η (χημ.), η αφαίρεση του οξυγόνου από μιαν ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
αποξειδωτικός — ή, ό σχετικός με την αποξείδωση … Dictionary of Greek